- ἀερόφοιτος
- ἀερόφοιτοςroaming in airmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αερόφοιτος — ἀερόφοιτος, ον (Α) αυτός που προχωρεί διά μέσου του αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + φοιτῶ] … Dictionary of Greek
ἀεροφοίτοις — ἀερόφοιτος roaming in air masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀεροφοίτων — ἀερόφοιτος roaming in air masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
POETA — per excellentiam dictus Homerus, Athenaeo, l. 1. Dicaearcho in Vita Graeciae, Iustiniano, Institut. de Iur. G. Nat. Harpocrationi in Homeridae, Hesychio, Quintiliano, Institut. Orator. l. 8. c. 5. Senecae, Ep. 58. Aliis: cuius rei causam habes… … Hofmann J. Lexicon universale
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αεροφοίτας — ἀεροφοίτας, ο (Α) ο αερόφοιτος … Dictionary of Greek